- αβδέλλιασμα
- το [αβδελλιάζω]1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά)2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες3. η ασθένεια διστομίαση4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβδελλιάρης — α, ικο και ικος, η, ο 1. (για ζώα) αυτός που προσβλήθηκε από νόσο που προκαλεί η κατάποση βδέλλας 2. μτφ. καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβδέλλα. ΠΑΡ. αβδέλλιασμα, αβδελλιαστός] … Dictionary of Greek